Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυσιογνώμων
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
View word page
φυτεία
φυτεία φῠτεία, ἡ, φυτεύω a planting, Xen. the growth of a plant, Xen. a plant, NTest.

ShortDef

a planting

Debugging

Headword:
φυτεία
Headword (normalized):
φυτεία
Headword (normalized/stripped):
φυτεια
IDX:
35336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35376
Key:
futei/a

Data

{'content': 'φυτεία\n φῠτεία, ἡ,\n φυτεύω\n a planting, Xen.\n the growth of a plant, Xen.\n a plant, NTest.', 'key': 'futei/a'}