Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυσιογνωμονέω
φυσιογνώμων
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
View word page
φυτάλμιος
φυτάλμιος φῠτάλμιος, ον, φύω producing, nourishing, fostering, φυτάλμιοι γέροντες fostering sires or aged parents, Aesch.; λέκτρα φυτ. the marriage bed, Eur. natural, by nature; Soph. O. C. 150 should be pointed thus: ἒ ἒ ἀλαῶν ὀμμάτων. ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος δυσαίων; woe for thy blind eyes! say wast thou thus miserable by nature, from thy birth?

ShortDef

producing, nourishing, fostering

Debugging

Headword:
φυτάλμιος
Headword (normalized):
φυτάλμιος
Headword (normalized/stripped):
φυταλμιος
IDX:
35335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35375
Key:
futa/lmios

Data

{'content': 'φυτάλμιος\n φῠτάλμιος, ον,\n φύω\n producing, nourishing, fostering, φυτάλμιοι γέροντες fostering sires or aged parents, Aesch.; λέκτρα φυτ. the marriage bed, Eur.\n natural, by nature; Soph. O. C. 150 should be pointed thus: ἒ ἒ ἀλαῶν ὀμμάτων. ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος δυσαίων; woe for thy blind eyes! say wast thou thus miserable by nature, from thy birth?', 'key': 'futa/lmios'}