Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιογνώμων
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
View word page
φύστις
φύστις φύστις, εως, φύω a progeny, race, Aesch.

ShortDef

a progeny, race

Debugging

Headword:
φύστις
Headword (normalized):
φύστις
Headword (normalized/stripped):
φυστις
IDX:
35333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35373
Key:
fu/stis

Data

{'content': 'φύστις\n φύστις, εως,\n φύω\n a progeny, race, Aesch.', 'key': 'fu/stis'}