Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυσιγνώμων
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιογνώμων
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
View word page
φύς
φύς aor2 part of φύω ὁ φύς a son; cf. φύσας.
ShortDef
a son
Debugging
Headword:
φύς
Headword (normalized):
φύς
Headword (normalized/stripped):
φυς
IDX:
35331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35371
Key:
fu/s
Data
{'content': 'φύς\n aor2 part of φύω\n ὁ φύς a son; cf. φύσας.', 'key': 'fu/s'}