Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυσίγναθος
φυσιγνώμων
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιογνώμων
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
View word page
φύσκη
φύσκη φύσκη, ἡ, φυσάω a sausage or black-pudding, Ar.
ShortDef
a sausage
Debugging
Headword:
φύσκη
Headword (normalized):
φύσκη
Headword (normalized/stripped):
φυσκη
IDX:
35330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35370
Key:
fu/skh
Data
{'content': 'φύσκη\n φύσκη, ἡ,\n φυσάω\n a sausage or black-pudding, Ar.', 'key': 'fu/skh'}