Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φυσιγνώμων
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιογνώμων
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
View word page
φυσίωσις
φυσίωσις φῡσίωσις, εως, φυσιόομαι a being puffed up, inflation, NTest.
ShortDef
natural tendency, character
a being puffed up, inflation
Debugging
Headword:
φυσίωσις
Headword (normalized):
φυσίωσις
Headword (normalized/stripped):
φυσιωσις
IDX:
35329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35369
Key:
fusi/wsis2
Data
{'content': 'φυσίωσις\n φῡσίωσις, εως,\n φυσιόομαι\n a being puffed up, inflation, NTest.', 'key': 'fusi/wsis2'}