Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυσίαμα
φυσιάω
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φυσιγνώμων
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιογνώμων
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
View word page
φυσιόω
φυσιόω φῡσιόω, φῦσα to puff up, NTest.: (for Epic part. φυσιόων, v. φυσιάω).

ShortDef

dispose one naturally
to puff up

Debugging

Headword:
φυσιόω
Headword (normalized):
φυσιόω
Headword (normalized/stripped):
φυσιοω
IDX:
35327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35367
Key:
fusio/w2

Data

{'content': 'φυσιόω\n φῡσιόω,\n φῦσα\n to puff up, NTest.: (for Epic part. φυσιόων, v. φυσιάω).', 'key': 'fusio/w2'}