Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φύξις
φῦ
φύραμα
φυράω
φύρδην
φύρω
φῦσα
φύσας
φυσάω
φύσημα
φυσητήρ
φυσίαμα
φυσιάω
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φυσιγνώμων
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιογνώμων
View word page
φυσητήρ
φυσητήρ φῡσητήρ, ῆρος, ὁ, φυσάω an instrument for blowing, blowpipe or tube, Hdt.
ShortDef
an instrument for blowing, blowpipe
Debugging
Headword:
φυσητήρ
Headword (normalized):
φυσητήρ
Headword (normalized/stripped):
φυσητηρ
IDX:
35316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35356
Key:
fushth/r
Data
{'content': 'φυσητήρ\n φῡσητήρ, ῆρος, ὁ,\n φυσάω\n an instrument for blowing, blowpipe or tube, Hdt.', 'key': 'fushth/r'}