Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
φῦ
φύραμα
φυράω
φύρδην
φύρω
φῦσα
φύσας
φυσάω
φύσημα
φυσητήρ
φυσίαμα
φυσιάω
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φυσιγνώμων
φῦσιγξ
φυσίζοος
View word page
φύσας
φύσας aor1 part. of φύω ὁ φύσας a father; cf. φύς.

ShortDef

a father

Debugging

Headword:
φύσας
Headword (normalized):
φύσας
Headword (normalized/stripped):
φυσας
IDX:
35313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35353
Key:
fu/sas

Data

{'content': 'φύσας\n aor1 part. of φύω\n ὁ φύσας a father; cf. φύς.', 'key': 'fu/sas'}