Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
φῦ
φύραμα
φυράω
φύρδην
φύρω
φῦσα
φύσας
φυσάω
φύσημα
φυσητήρ
View word page
φύξις
φύξις φύξις, εως, = φυγή, Il.
ShortDef
escape, refuge
Debugging
Headword:
φύξις
Headword (normalized):
φύξις
Headword (normalized/stripped):
φυξις
IDX:
35306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35346
Key:
fu/cis
Data
{'content': 'φύξις\n φύξις, εως,\n = φυγή, Il.', 'key': 'fu/cis'}