Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
φῦ
φύραμα
φυράω
φύρδην
φύρω
φῦσα
φύσας
View word page
φῦμα
φῦμα φῦμα, ατος, τό, φύω like φυτόν, a growth: esp. a tumour, Hdt.
ShortDef
a growth
Debugging
Headword:
φῦμα
Headword (normalized):
φῦμα
Headword (normalized/stripped):
φυμα
IDX:
35303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35343
Key:
fu=ma
Data
{'content': 'φῦμα\n φῦμα, ατος, τό,\n φύω\n like φυτόν, a growth: esp. a tumour, Hdt.', 'key': 'fu=ma'}