Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
φῦ
φύραμα
φυράω
φύρδην
View word page
φυλοκρινέω
φυλοκρινέω φῡλο-κρῐνέω, to make distinctions of race, Thuc.
ShortDef
to make distinctions of race
Debugging
Headword:
φυλοκρινέω
Headword (normalized):
φυλοκρινέω
Headword (normalized/stripped):
φυλοκρινεω
IDX:
35300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35340
Key:
fulokrine/w
Data
{'content': 'φυλοκρινέω\n φῡλο-κρῐνέω,\n to make distinctions of race, Thuc.', 'key': 'fulokrine/w'}