Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
φῦ
φύραμα
φυράω
View word page
φυλλοχόος
φυλλοχόος φυλλο-χόος, ον, χέω shedding the leaves.

ShortDef

shedding the leaves

Debugging

Headword:
φυλλοχόος
Headword (normalized):
φυλλοχόος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοχοος
IDX:
35299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35339
Key:
fulloxo/os

Data

{'content': 'φυλλοχόος\n φυλλο-χόος, ον,\n χέω\n shedding the leaves.', 'key': 'fulloxo/os'}