Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
φῦ
φύραμα
View word page
φυλλοχοέω
φυλλοχοέω φυλλο-χοέω, to shed leaves or hair, Anth. from φυλλοχόος

ShortDef

to shed leaves

Debugging

Headword:
φυλλοχοέω
Headword (normalized):
φυλλοχοέω
Headword (normalized/stripped):
φυλλοχοεω
IDX:
35298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35338
Key:
fulloxoe/w

Data

{'content': 'φυλλοχοέω\n φυλλο-χοέω,\n to shed leaves or hair, Anth.\n from φυλλοχόος', 'key': 'fulloxoe/w'}