Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
φῦ
View word page
φυλλοφόρος
φυλλοφόρος φυλλο-φόρος, ον, φέρω bearing leaves, φ. ἀγών a contest in which the prize is a crown of leaves, Pind.
ShortDef
bearing leaves
Debugging
Headword:
φυλλοφόρος
Headword (normalized):
φυλλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοφορος
IDX:
35297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35337
Key:
fullofo/ros
Data
{'content': 'φυλλοφόρος\n φυλλο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing leaves, φ. ἀγών a contest in which the prize is a crown of leaves, Pind.', 'key': 'fullofo/ros'}