Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
φύξις
View word page
φυλλόστρωτος
φυλλόστρωτος φυλλό-στρωτος, ον, strewed or covered with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλοστρώς), Theocr.
ShortDef
strewed
Debugging
Headword:
φυλλόστρωτος
Headword (normalized):
φυλλόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοστρωτος
IDX:
35296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35336
Key:
fullo/strwtos
Data
{'content': 'φυλλόστρωτος\n φυλλό-στρωτος, ον,\n strewed or covered with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλοστρώς), Theocr.', 'key': 'fullo/strwtos'}