Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
φύξιον
View word page
φυλλορόος
φυλλορόος φυλλο-ρόος, ον, ῥέω leaf-shedding.
ShortDef
leaf-shedding
Debugging
Headword:
φυλλορόος
Headword (normalized):
φυλλορόος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοροος
IDX:
35295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35335
Key:
fullorro/os
Data
{'content': 'φυλλορόος\n φυλλο-ρόος, ον,\n ῥέω\n leaf-shedding.', 'key': 'fullorro/os'}