Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
φῦμα
φύξιμος
View word page
φυλλορροέω
φυλλορροέω from φυλλορρόος φυλλορροέω, fut. -ήσω to shed the leaves, in Com. phrase, φ. ἀσπίδα to shed or let drop oneʼs shield, Ar.
ShortDef
to shed the leaves
Debugging
Headword:
φυλλορροέω
Headword (normalized):
φυλλορροέω
Headword (normalized/stripped):
φυλλορροεω
IDX:
35294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35334
Key:
fullorroe/w
Data
{'content': 'φυλλορροέω\n from φυλλορρόος\n φυλλορροέω,\n fut. -ήσω\n to shed the leaves, in Com. phrase, φ. ἀσπίδα to shed or let drop oneʼs shield, Ar.', 'key': 'fullorroe/w'}