Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλοκρινέω
φῦλον
φύλοπις
View word page
φυλλόκομος
φυλλόκομος φυλλό-κομος, ον, κόμη thick-leaved, Ar.

ShortDef

thick-leaved

Debugging

Headword:
φυλλόκομος
Headword (normalized):
φυλλόκομος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοκομος
IDX:
35292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35332
Key:
fullo/komos

Data

{'content': 'φυλλόκομος\n φυλλό-κομος, ον,\n κόμη\n thick-leaved, Ar.', 'key': 'fullo/komos'}