Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
View word page
φύλλινος
φύλλινος φύλλινος, η, ον φύλλον of or from leaves, made of leaves, Theocr., Luc.

ShortDef

of or from leaves, made of leaves

Debugging

Headword:
φύλλινος
Headword (normalized):
φύλλινος
Headword (normalized/stripped):
φυλλινος
IDX:
35289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35329
Key:
fu/llinos

Data

{'content': 'φύλλινος\n φύλλινος, η, ον\n φύλλον\n of or from leaves, made of leaves, Theocr., Luc.', 'key': 'fu/llinos'}