Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχοέω
View word page
φυλλεῖον
φυλλεῖον φυλλεῖον, ου, τό, mostly in pl. green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, Ar.

ShortDef

green-stuff, small herbs

Debugging

Headword:
φυλλεῖον
Headword (normalized):
φυλλεῖον
Headword (normalized/stripped):
φυλλειον
IDX:
35288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35328
Key:
fullei=on

Data

{'content': 'φυλλεῖον\n φυλλεῖον, ου, τό,\n mostly in pl. green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, Ar.', 'key': 'fullei=on'}