Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλορόος
φυλλόστρωτος
View word page
φυλία
φυλία φῠλία, ἡ, a tree mentioned with the olive in Od.; either the wild olive, or the buck-thorn.

ShortDef

the wild olive

Debugging

Headword:
φυλία
Headword (normalized):
φυλία
Headword (normalized/stripped):
φυλια
IDX:
35286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35326
Key:
fuli/a

Data

{'content': 'φυλία\n φῠλία, ἡ,\n a tree mentioned with the olive in Od.; either the wild olive, or the buck-thorn.', 'key': 'fuli/a'}