Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
View word page
φυλετικός
φυλετικός φῡλετικός, ή, όν of or for a φυλέτης, tribal, Arist.

ShortDef

of or for a φυλέτης, tribal

Debugging

Headword:
φυλετικός
Headword (normalized):
φυλετικός
Headword (normalized/stripped):
φυλετικος
IDX:
35284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35324
Key:
fuletiko/s

Data

{'content': 'φυλετικός\n φῡλετικός, ή, όν\n of or for a φυλέτης, tribal, Arist.', 'key': 'fuletiko/s'}