Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φύλλον
View word page
φυλέτης
φυλέτης φῡλέτης, ου, ὁ, φυλή one of the same tribe, a tribesman, Lat. tribulis, ὦ φυλέτα Ar.
ShortDef
one of the same tribe, a tribesman
Debugging
Headword:
φυλέτης
Headword (normalized):
φυλέτης
Headword (normalized/stripped):
φυλετης
IDX:
35283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35323
Key:
fule/ths
Data
{'content': 'φυλέτης\n φῡλέτης, ου, ὁ,\n φυλή\n one of the same tribe, a tribesman, Lat. tribulis, ὦ φυλέτα Ar.', 'key': 'fule/ths'}