Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
View word page
φυλετεύω
φυλετεύω to adopt into a tribe, Arist.
ShortDef
to adopt into a tribe
Debugging
Headword:
φυλετεύω
Headword (normalized):
φυλετεύω
Headword (normalized/stripped):
φυλετευω
IDX:
35282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35322
Key:
fuleteu/w
Data
{'content': 'φυλετεύω\n to adopt into a tribe, Arist.', 'key': 'fuleteu/w'}