Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
φυλλεῖον
View word page
φυλαρχία
φυλαρχία φῡλαρχία, ἡ, the office of φύλαρχος, Arist. from φύλαρχος
ShortDef
office of φύλαρχος
Debugging
Headword:
φυλαρχία
Headword (normalized):
φυλαρχία
Headword (normalized/stripped):
φυλαρχια
IDX:
35278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35318
Key:
fularxi/a
Data
{'content': 'φυλαρχία\n φῡλαρχία, ἡ,\n the office of φύλαρχος, Arist.\n from φύλαρχος', 'key': 'fularxi/a'}