Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
φυλλάς
View word page
φυλαρχέω
φυλαρχέω φῡλαρχέω, fut. -ήσω from φύλαρχος to be or act as φύλαρχος, Xen.
ShortDef
to be or act as φύλαρχος
Debugging
Headword:
φυλαρχέω
Headword (normalized):
φυλαρχέω
Headword (normalized/stripped):
φυλαρχεω
IDX:
35277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35317
Key:
fularxe/w
Data
{'content': 'φυλαρχέω\n φῡλαρχέω,\n fut. -ήσω\n from φύλαρχος\n to be or act as φύλαρχος, Xen.', 'key': 'fularxe/w'}