Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυλία
View word page
φύλαξ
φύλαξ φύλαξ (ῠ), ακος, φυλάσσω a watcher, guard, sentinel, Lat. excubitor, Hom., Attic; οἱ φ. the garrison, Thuc., Xen., etc.; φύλακες τοῦ σώματος body guards, Plat.;—also as fem., κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Soph., Eur., etc. a guardian, keeper, protector, Hes., etc.;—c. gen. objecti, φ. δορός a protector against it, the spear, Eur. an observer, τοῦ δόγματος Plat.; τοῦ ἐπιταττομένου Xen. of things, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, of the ἀγορανόμοι, Lys.

ShortDef

a watcher, guard, sentinel

Debugging

Headword:
φύλαξ
Headword (normalized):
φύλαξ
Headword (normalized/stripped):
φυλαξ
IDX:
35276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35316
Key:
fu/lac

Data

{'content': 'φύλαξ\n φύλαξ (ῠ), ακος,\n φυλάσσω\n a watcher, guard, sentinel, Lat. excubitor, Hom., Attic; οἱ φ. the garrison, Thuc., Xen., etc.; φύλακες τοῦ σώματος body guards, Plat.;—also as fem., κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Soph., Eur., etc.\n a guardian, keeper, protector, Hes., etc.;—c. gen. objecti, φ. δορός a protector against it, the spear, Eur.\n an observer, τοῦ δόγματος Plat.; τοῦ ἐπιταττομένου Xen.\n of things, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, of the ἀγορανόμοι, Lys.', 'key': 'fu/lac'}