Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
View word page
φύλαξις
φύλαξις φύλαξις, εως, φυλάσσω a security, Eur.
ShortDef
a security
Debugging
Headword:
φύλαξις
Headword (normalized):
φύλαξις
Headword (normalized/stripped):
φυλαξις
IDX:
35275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35315
Key:
fu/lacis
Data
{'content': 'φύλαξις\n φύλαξις, εως,\n φυλάσσω\n a security, Eur.', 'key': 'fu/lacis'}