Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
View word page
φυλακτικός
φυλακτικός φῠλακτικός, ή, όν preservative, c. gen., Arist. of persons, vigilant, observant, Xen.; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist. (from Mid.) cautious, Arist.

ShortDef

preservative

Debugging

Headword:
φυλακτικός
Headword (normalized):
φυλακτικός
Headword (normalized/stripped):
φυλακτικος
IDX:
35274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35314
Key:
fulaktiko/s

Data

{'content': 'φυλακτικός\n φῠλακτικός, ή, όν\n preservative, c. gen., Arist.\n of persons, vigilant, observant, Xen.; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.\n (from Mid.) cautious, Arist.', 'key': 'fulaktiko/s'}