Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
φυλετεύω
φυλέτης
View word page
φυλακτήρ
φυλακτήρ φῠλακτήρ, ῆρος, ὁ, poetic for φύλαξ, Il.
ShortDef
guard
Debugging
Headword:
φυλακτήρ
Headword (normalized):
φυλακτήρ
Headword (normalized/stripped):
φυλακτηρ
IDX:
35273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35313
Key:
fulakth/r
Data
{'content': 'φυλακτήρ\n φῠλακτήρ, ῆρος, ὁ,\n poetic for φύλαξ, Il.', 'key': 'fulakth/r'}