Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
φυλάσσω
View word page
φυλακτέος
φυλακτέος φυλακτέος, η, ον, verb. adj. of φυλάσσω to be watched or kept, Soph., Eur. φυλακτέον one must observe, obey, Eur. (from Mid.) one must guard against, τι Aesch., Plat.

ShortDef

to be watched

Debugging

Headword:
φυλακτέος
Headword (normalized):
φυλακτέος
Headword (normalized/stripped):
φυλακτεος
IDX:
35271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35311
Key:
fulakte/os

Data

{'content': 'φυλακτέος\n φυλακτέος, η, ον,\n verb. adj. of φυλάσσω\n to be watched or kept, Soph., Eur.\n φυλακτέον one must observe, obey, Eur.\n (from Mid.) one must guard against, τι Aesch., Plat.', 'key': 'fulakte/os'}