Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
Φυλάσιος
View word page
φυλακός
φυλακός φῠλᾰκός, οῦ, ὁ, Epic and Ionic for φύλαξ, Il., Hdt.

ShortDef

guard

Debugging

Headword:
φυλακός
Headword (normalized):
φυλακός
Headword (normalized/stripped):
φυλακος
IDX:
35270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35310
Key:
fulako/s

Data

{'content': 'φυλακός\n φῠλᾰκός, οῦ, ὁ,\n Epic and Ionic for φύλαξ, Il., Hdt.', 'key': 'fulako/s'}