Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
φύλαρχος
View word page
φυλακίς
φυλακίς φῠλᾰκίς, ίδος, fem. of φύλαξ, Plat.

ShortDef

female guard

Debugging

Headword:
φυλακίς
Headword (normalized):
φυλακίς
Headword (normalized/stripped):
φυλακις
IDX:
35269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35309
Key:
fulaki/s

Data

{'content': 'φυλακίς\n φῠλᾰκίς, ίδος,\n fem. of φύλαξ, Plat.', 'key': 'fulaki/s'}