Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
φυλαρχέω
φυλαρχία
View word page
φυλακικός
φυλακικός from φῠλᾰκή φῠλᾰκικός, ή, όν fitted for watching or guarding, watchful, careful, Plat.

ShortDef

fitted for watching

Debugging

Headword:
φυλακικός
Headword (normalized):
φυλακικός
Headword (normalized/stripped):
φυλακικος
IDX:
35268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35308
Key:
fulakiko/s

Data

{'content': 'φυλακικός\n from φῠλᾰκή\n φῠλᾰκικός, ή, όν\n fitted for watching or guarding, watchful, careful, Plat.', 'key': 'fulakiko/s'}