Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
φύλαξ
View word page
φυλάζω
φυλάζω φῡλάζω, fut. άξω, to divide into tribes, Plut.
ShortDef
to divide into tribes
Debugging
Headword:
φυλάζω
Headword (normalized):
φυλάζω
Headword (normalized/stripped):
φυλαζω
IDX:
35266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35306
Key:
fula/zw
Data
{'content': 'φυλάζω\n φῡλάζω,\n fut. άξω, to divide into tribes, Plut.', 'key': 'fula/zw'}