Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
φύλαξις
View word page
φυκτός
φυκτός φυκτός, ή, όν older form of φευκτός to be shunned or escaped, avoidable, Hom.
ShortDef
to be shunned
Debugging
Headword:
φυκτός
Headword (normalized):
φυκτός
Headword (normalized/stripped):
φυκτος
IDX:
35265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35305
Key:
fukto/s
Data
{'content': 'φυκτός\n φυκτός, ή, όν\n older form of φευκτός\n to be shunned or escaped, avoidable, Hom.', 'key': 'fukto/s'}