Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
φυλακτικός
View word page
φῦκος
φῦκος .φῦκος, ος, εος, τό, Lat. fucus, sea-weed, sea-wrack, tangle, Il. a red colour prepared from it, rouge, Lat. fucus, Ar., Theocr.

ShortDef

seaweed; a fish species; rouge

Debugging

Headword:
φῦκος
Headword (normalized):
φῦκος
Headword (normalized/stripped):
φυκος
IDX:
35264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35304
Key:
fu=kos

Data

{'content': 'φῦκος\n .φῦκος, ος, εος, τό,\n Lat. fucus, sea-weed, sea-wrack, tangle, Il.\n a red colour prepared from it, rouge, Lat. fucus, Ar., Theocr.', 'key': 'fu=kos'}