Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
φυλακτήρ
View word page
φυκογείτων
φυκογείτων φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ, near the sea-weed, dwelling by the sea, Anth.
ShortDef
near the sea-weed, dwelling by the sea
Debugging
Headword:
φυκογείτων
Headword (normalized):
φυκογείτων
Headword (normalized/stripped):
φυκογειτων
IDX:
35263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35303
Key:
fukogei/twn
Data
{'content': 'φυκογείτων\n φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,\n near the sea-weed, dwelling by the sea, Anth.', 'key': 'fukogei/twn'}