Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήριον
View word page
φυκίον
φυκίον φῡκίον, or φύκιον, ου, τό, = φῦκος 1, mostly used in pl., Plat., Theocr. = φῦκος II, rouge, Luc.

ShortDef

seaweed; a fish species; rouge

Debugging

Headword:
φυκίον
Headword (normalized):
φυκίον
Headword (normalized/stripped):
φυκιον
IDX:
35262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35302
Key:
fuki/on

Data

{'content': 'φυκίον\n φῡκίον, or φύκιον, ου, τό,\n = φῦκος 1, mostly used in pl., Plat., Theocr.\n = φῦκος II, rouge, Luc.', 'key': 'fuki/on'}