Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
View word page
φυκιόεις
φυκιόεις φῡκιόεις, εσσα, εν full of sea-weed, weedy, Il., Theocr.

ShortDef

full of sea-weed, weedy

Debugging

Headword:
φυκιόεις
Headword (normalized):
φυκιόεις
Headword (normalized/stripped):
φυκιοεις
IDX:
35261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35301
Key:
fukio/eis

Data

{'content': 'φυκιόεις\n φῡκιόεις, εσσα, εν\n full of sea-weed, weedy, Il., Theocr.', 'key': 'fukio/eis'}