Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγχουρος
ἀγχώμαλος
ἄγχω
ἀγωγαῖος
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγώγιμος
ἀγώγιον
ἀγωγός
ἀγωνάρχης
ἀγωνία
ἀγωνιάω
ἀγωνίζομαι
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστέον
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσία
View word page
ἀγωνία
ἀγωνία ἀγών a contest, struggle for victory, διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχειν to embrace every kind of contest, Hdt.; πολεμίων ἀγωνία Eur.; ἐν δημοτικῇ ἀγ. Xen. gymnastic exercise, wrestling, Plat., etc.: generally, exercise, Plat. of the mind, agony, anguish, ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ Dem.

ShortDef

a contest, struggle for victory

Debugging

Headword:
ἀγωνία
Headword (normalized):
ἀγωνία
Headword (normalized/stripped):
αγωνια
IDX:
353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n353
Key:
a)gwni/a

Data

{'content': 'ἀγωνία\n ἀγών\n a contest, struggle for victory, διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχειν to embrace every kind of contest, Hdt.; πολεμίων ἀγωνία Eur.; ἐν δημοτικῇ ἀγ. Xen.\n gymnastic exercise, wrestling, Plat., etc.: generally, exercise, Plat.\n of the mind, agony, anguish, ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ Dem.', 'key': 'a)gwni/a'}