Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
φυλακικός
View word page
φυζακινός
φυζακινός from φύζα φυζᾰκῐνός, ή, όν flying, runaway, shy, Il., Anth.

ShortDef

flying, runaway, shy

Debugging

Headword:
φυζακινός
Headword (normalized):
φυζακινός
Headword (normalized/stripped):
φυζακινος
IDX:
35258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35298
Key:
fuzakino/s

Data

{'content': 'φυζακινός\n from φύζα\n φυζᾰκῐνός, ή, όν\n flying, runaway, shy, Il., Anth.', 'key': 'fuzakino/s'}