φυγοπτόλεμος
φυγοπτόλεμος
φῠγο-πτόλεμος, ον,
poetic for φυγοπόλεμος
shunning war, cowardly, Od.
{
"content": "φυγοπτόλεμος\n φῠγο-πτόλεμος, ον,\n poetic for φυγοπόλεμος\n shunning war, cowardly, Od.",
"key": "fugopto/lemos"
}