Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
φυλακή
View word page
φυγοπτόλεμος
φυγοπτόλεμος φῠγο-πτόλεμος, ον, poetic for φυγοπόλεμος shunning war, cowardly, Od.
ShortDef
shunning war, cowardly
Debugging
Headword:
φυγοπτόλεμος
Headword (normalized):
φυγοπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
φυγοπτολεμος
IDX:
35257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35297
Key:
fugopto/lemos
Data
{'content': 'φυγοπτόλεμος\n φῠγο-πτόλεμος, ον,\n poetic for φυγοπόλεμος\n shunning war, cowardly, Od.', 'key': 'fugopto/lemos'}