Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυγαίχμης
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
φυλάζω
View word page
φυγόπονος
φυγόπονος φῠγό-πονος, ον, shunning work or hardship, Polyb.
ShortDef
shunning work
Debugging
Headword:
φυγόπονος
Headword (normalized):
φυγόπονος
Headword (normalized/stripped):
φυγοπονος
IDX:
35256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35296
Key:
fugo/ponos
Data
{'content': 'φυγόπονος\n φῠγό-πονος, ον,\n shunning work or hardship, Polyb.', 'key': 'fugo/ponos'}