Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
φυκτός
View word page
φυγοπονία
φυγοπονία φῠγοπονία, ἡ, aversion to work, Polyb. from φῠγόπονος
ShortDef
aversion to work
Debugging
Headword:
φυγοπονία
Headword (normalized):
φυγοπονία
Headword (normalized/stripped):
φυγοπονια
IDX:
35255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35295
Key:
fugoponi/a
Data
{'content': 'φυγοπονία\n φῠγοπονία, ἡ,\n aversion to work, Polyb.\n from φῠγόπονος', 'key': 'fugoponi/a'}