Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυγαδικός
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
φυκογείτων
φῦκος
View word page
φυγόξενος
φυγόξενος φῠγό-ξενος, ον, shunning strangers, inhospitable, Pind.

ShortDef

shunning strangers, inhospitable

Debugging

Headword:
φυγόξενος
Headword (normalized):
φυγόξενος
Headword (normalized/stripped):
φυγοξενος
IDX:
35254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35294
Key:
fugo/cenos

Data

{'content': 'φυγόξενος\n φῠγό-ξενος, ον,\n shunning strangers, inhospitable, Pind.', 'key': 'fugo/cenos'}