Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φύγαδε
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
φυκίον
View word page
φυγομαχέω
φυγομαχέω φῠγομᾰχέω, fut. -ήσω to shun battle or war, Polyb. from φῠγόμᾰχος
ShortDef
to shun battle
Debugging
Headword:
φυγομαχέω
Headword (normalized):
φυγομαχέω
Headword (normalized/stripped):
φυγομαχεω
IDX:
35252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35292
Key:
fugomaxe/w
Data
{'content': 'φυγομαχέω\n φῠγομᾰχέω,\n fut. -ήσω\n to shun battle or war, Polyb.\n from φῠγόμᾰχος', 'key': 'fugomaxe/w'}