Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Φρύξ
φύγαδε
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
φύζα
φυή
φυκιόεις
View word page
φυγοδικέω
φυγοδικέω φῠγο-δῐκέω, fut. -ήσω δίκη to shun, shirk a trial, Dem.
ShortDef
to shun, shirk a trial
Debugging
Headword:
φυγοδικέω
Headword (normalized):
φυγοδικέω
Headword (normalized/stripped):
φυγοδικεω
IDX:
35251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35291
Key:
fugodike/w
Data
{'content': 'φυγοδικέω\n φῠγο-δῐκέω,\n fut. -ήσω\n δίκη\n to shun, shirk a trial, Dem.', 'key': 'fugodike/w'}