Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φρύνη
Φρυνίχειος
φρῦνος
Φρύξ
φύγαδε
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγάς
φυγγάνω
φυγή
φυγοδέμνιος
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξενος
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυζακινός
View word page
φυγγάνω
φυγγάνω φυγγάνω, collat. form of φεύγω, Aesch., Soph.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φυγγάνω
Headword (normalized):
φυγγάνω
Headword (normalized/stripped):
φυγγανω
IDX:
35248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35288
Key:
fugga/nw
Data
{'content': 'φυγγάνω\n φυγγάνω,\n collat. form of φεύγω, Aesch., Soph.', 'key': 'fugga/nw'}